συντάξαν

συντάξαν
συντάσσω
put in order together
aor part act neut nom/voc/acc sg
συντάσσω
put in order together
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιχ — θρησκευτική αίρεση και πολεμική αδελφότητα της κεντροδυτικής Ινδίας, που ιδρύθηκε, με σκοπό να συμφιλιώσει τον ισλαμισμό και τον ινδουισμό, από το Νάνακ Ντεβ (1949 1538), μαθητή του βισνουιστή Καμπίρ, ο οποίος είχε υποστεί την επίδραση του… …   Dictionary of Greek

  • καταστατικός — ή, ό αυτός που ρυθμίζει κάποια κατάσταση ή αναφέρεται σ αυτή: Σύνταξαν τον καταστατικό χάρτη της χώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”